- υποτονικός
- -ή, -ό, Ν1. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί υποτονία («υποτονικές παρενέργειες»)β) αυτός που πάσχει από υποτονία2. μτφ. αυτός που δεν έχει ένταση, που δεν δείχνει ή δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον (α. «υποτονική θεατρική παράσταση» β. «υποτονικές διπλωματικές αντιδράσεις»)4. φρ. «υποτονικό διάλυμα»φυσιολ. διάλυμα με μικρότερη ωσμωτική πίεση από ένα γειτονικό διάλυμα ή από ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotonic < υπ(ο)-* + τονικός (< τόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.