υποτονικός

υποτονικός
-ή, -ό, Ν
1. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί υποτονία («υποτονικές παρενέργειες»)
β) αυτός που πάσχει από υποτονία
2. μτφ. αυτός που δεν έχει ένταση, που δεν δείχνει ή δεν παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον (α. «υποτονική θεατρική παράσταση» β. «υποτονικές διπλωματικές αντιδράσεις»)
4. φρ. «υποτονικό διάλυμα»
φυσιολ. διάλυμα με μικρότερη ωσμωτική πίεση από ένα γειτονικό διάλυμα ή από ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypotonic < υπ(ο)-* + τονικός (< τόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποτονικός — ή, ό 1. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί υποτονία (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από υποτονία (βλ. λ.): Υποτονικός οφθαλμός. 3. μτφ., εξασθενημένος, χωρίς δύναμη, άτονος, χαλαρός: Υποτονική διδασκαλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”